παραγγελία

παραγγελία
η, ΝΜΑ, παραγγελιά Ν [παραγγέλλω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγγέλλω, μήνυμα προφορικό ή γραπτό δια μέσου τού οποίου αυτός που τό στέλνει ζητά ή απαιτεί να πραγματοποιηθεί η επιθυμία ή η θέλησή του, διαβίβαση διαταγής ή επιθυμίας, οδηγία, εντολή
νεοελλ.
1. (κυρίως στο εμπόριο) εντολή για την προμήθεια ή την κατασκευή εμπορικού ή βιομηχανικού είδους
2. (κατ' επέκτ.) το εμπόρευμα που παραγγέλλεται («στείλαμε την παραγγελία σας προχθές»)
3. (εμπ. δίκ.) σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους, ο παραγγελιοδόχος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να ενεργήσει με το δικό του όνομα αλλά για λογαριασμό άλλου, τού παραγγελέα, και έναντι αντιπαροχής, ορισμένη εμπορική πράξη
αρχ.
1. (ειδικά) παράγγελμα, πρόσταγμα, στρατιωτική διαταγή
2. διαταγή που εκδίδεται από μία αρχή
3. πρόσκληση ατόμων ενώπιον δικαστηρίου με σκοπό την υποστήριξη μιας υπόθεσης με κάθε μέσο, καταστρατήγηση, άσκηση επιρροής, εκβιασμός («ὡς οὐδέν ἐστιν ὄφελος... πολιτείας, ἐν ᾗ συγγνώμη καὶ παραγγελία τῶν νόμων μεῑζον ἰσχύουσι», Δημοσθ.)
4. σύσταση φατρίας για τη διατήρηση αρχής, εξουσίας, ή διεκδίκηση της με απειλές
5. σύνολο κανόνων ή παραγγελμάτων
6. διδασκαλία, συμβουλή
7. στρατολογικός κατάλογος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παραγγελία — παραγγελία, η και παραγγελιά, η 1. μήνυμα, εντολή, οδηγία, διαβίβαση επιθυμίας ή διαταγής: Μου έστειλε παραγγελία να πάω να τον ιδώ αυτές τις μέρες. 2. εντολή προμήθειας ή κατασκευής ή αποστολής εμπορεύματος: Δόθηκε σήμερα η παραγγελία μας στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγγελία — παραγγελίᾱ , παραγγελία command fem nom/voc/acc dual παραγγελίᾱ , παραγγελία command fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελίᾳ — παραγγελίαι , παραγγελία command fem nom/voc pl παραγγελίᾱͅ , παραγγελία command fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελίας — παραγγελίᾱς , παραγγελία command fem acc pl παραγγελίᾱς , παραγγελία command fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελίαι — παραγγελία command fem nom/voc pl παραγγελίᾱͅ , παραγγελία command fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελίαν — παραγγελίᾱν , παραγγελία command fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελιῶν — παραγγελία command fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελίαις — παραγγελία command fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγγελίης — παραγγελία command fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”